Την Κυριακή, 23η Οκτωβρίου  ο Σεβασμιώτατος Μητροπο­λίτης Μαρωνείας Κομοτηνής κκ Παντελεήμων  με την  ευκαιρία της εορτής του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου και πρώτου Ιεράρχου των Ιεροσολύμων, τέλεσε αρχαιοπρεπή Θεία Λειτουργία, στον Ιερό Ναό Της Του Θεού Σοφίας και στη συνέχεια  προέστη στην  επιμνημόσυνη δέηση της  Ιεράς Μητροπόλεως υπέρ αναπαύσεως των μακαρίων Εθνοϊερομαρτύρων Κληρικών :

1. Ιερέως Δημητρίου Καβάζη, Εφημερίου Κρωβύλης, 24-04-1944

2. Ιερέως Γεωργίου Βουλγαράκη, Εφημερίου Νέας Αδριανής, 13-11-1944 ,

3. Ιερέως Θεοδώρου Παπαδοπούλου, Εφημερίου Αιγείρου, 22-06-1941 και

4. Ιερέως Βαγιάννη Εμμανουηλίδη, Εφημερίου Συκοράχης, 25-06-1944,

Τον θείο λόγο κήρυξε ὁ Ιερολογιώτατος Διάκονος Ἀρσένιος Βασιλείου, ο οποίος παρουσίασε τον βίο, το έργο και τοι μαρτυρικό τέλος των τιμωμένων Εθνοϊερομαρτύρων Κληρικών, προτρέ­ποντας άπαντες να μιμηθούμε το παράδειγμά τους.

Πριν από την  απόλυση ο Σεβασμιώτατος, αφού ευχαρίστησε τον ομιλητή, επεσήμανε την συμβολή του ιερού Κλήρου στη διάσωση των παραδόσεων της Πίστεως και της Πατρίδος μας και τόνισε ότι η αυτοθυσία των Προγόνων μας, Κληρικών και Λαικών, κατά την διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής των ετών 1941 – 1944 αποτελεί φάρο και πυξίδα για όλους μας, σε καιρούς μάλιστα χαλεπούς που αμφισβητούνται αξίες και ιδεώδη.

Μετά το τέλος  της Θείας Λειτουργίας, ο Σεβασμιώτατος τέλεσε Τρισάγιο στο όπισθεν του Αγίου Βήματος του Ιερού Ναού ευρισκόμενο μνημείο των τιμωμένων Εθνοϊερομαρτύρων Κληρικών.

Ακολουθεί η ομιλία του Ιερολογιώτατου Διάκονου Αρσενίου  Βασίλειου

Σεβασμιώτατε, τίμιο πρεσβυτέριο, αδελφοί διάκονοι, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Η αφετηρία των βουλγαρικών βλέψεων στην δυτική Θράκη πρέπει να χρονολογηθεί απ’ την
επαύριο του Κριμαϊκού πολέμου, το 1856, οπότε και ξεκίνησε η εθνική αφύπνιση των
Βουλγάρων, που εξελίχθηκε μέσω της εκπαιδευτικής συγκρότησης και της εναντίωσης στην
ελληνική οικονομική και πνευματική κυριαρχία. Η συγκρότηση της παιδείας συμπορεύθηκε
με την δημιουργία βουλγαρικής αστικής τάξης κι η σύγκρουση με τους Έλληνες
διοχετεύτηκε στην εκκλησιαστική διαφοροποίηση με την δημιουργία εξαρχικής Συνόδου.
Αργότερα, το 1870, με βάση το άρθρο 10 του ιδρυτικού φιρμανιού της βουλγαρικής
Εξαρχίας, που προέβλεπε την υπαγωγή σ’ αυτήν επαρχιών με την πλειοψηφική συγκατάθεση
των δύο τρίτων των κατοίκων, ο ελληνοβουλγαρικός ανταγωνισμός μεταφέρθηκε στη
Μακεδονία και τη Θράκη. Στην ουσία επρόκειτο για ακήρυκτο ανταρτοπόλεμο στις πόλεις
και την ύπαιθρο μ’ όλα τα διατιθέμενα μέσα, περιλαμβανομένων των ενόπλων συγκρούσεων
που θα γενικευθούν προς τα τέλη του 19ου αιώνα.
Η σύγκρουση συνεχίστηκε κι εκτραχύνθηκε κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων
του 1912-13. Κατά τον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο, η Βουλγαρία κατέλαβε τη δυτική Θράκη
και, κατά τον δεύτερο, παρ όλην την ήττα δεν την απώλεσε. Αμέσως μετά την κατάληψη της
επαρχίας υλοποιήθηκε συστηματικό πρόγραμμα εκβουλγαρισμού, για το οποίο έχουν γραφεί
πολλά· εξαιτίας αυτού θα επικαλεστούμε μόνον επιλεκτικά ένα γαλλικό δημοσίευμα της
εφημερίδας L’Ouest-Éclair, του Δεκεμβρίου του 1913, με τίτλο: Οι αυθαιρεσίες της
βουλγαρικής διοίκησης, που περιγράφει εύγλωττα την κατάσταση: Οι εκπρόσωποι των
ελληνικών πληθυσμών της δυτικής Θράκης ήλθαν για να επιδώσουν στους εκπροσώπους των
μεγάλων δυνάμεων λεπτομερές υπόμνημα σχετικά με τις υπερβάσεις της βουλγαρικής
διοίκησης. Τα γεγονότα που αναφέρονται στο κείμενο διαψεύδουν οδυνηρά την επίσημη
διακήρυξη του τελευταίου τσάρου των Βουλγάρων που υποσχέθηκε στους νέους υπηκόους του
ασφάλεια για τη ζωή, την τιμή και την περιουσία τους. Στην Ξάνθη, την Κομοτηνή, το Σουφλί,
το Δεδέαγατς, τις Φέρρες, το Ορτάκιοϊ, τη Μαρώνεια και την γύρω περιοχή, όχι μόνον υπήρξε
δήμευση των εκκλησιών και των σχολείων, αλλά κι ιδιωτικών περιουσιών· επίσης, οι
ξυλοδαρμοί, οι απαιτήσεις λύτρων κι οι επιθέσεις στην τιμή γυναικών και κοριτσιών είναι
συχνά φαινόμενα.
Τα πάθη για τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό της δυτικής Θράκης φάνηκε να παίρνουν τέλος με
την τελεσίδικη επιδίκαση της περιοχής στην Ελλάδα, κατά τα συμφωνηθέντα στην διάσκεψη
του Σαν Ρέμο, τον Απρίλιο του 1920, κι αργότερα, επισήμως, με την Συνθήκη των Σεβρών,
τον Αύγουστο του 1920. Ωστόσο, ο βουλγαρικός αναθεωρητισμός που είχε πάντοτε προ
οφθαλμών την σύσταση της μεγάλης Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου, του 1878, δεν
λησμονήθηκε ποτέ απ’ την κυβερνώσα ελίτ της γειτονικής χώρας κι ανέμενε την πρώτη
ευκαιρία να εκδηλωθεί· κι η ευκαιρία δεν άργησε να δοθεί με το ξέσπασμα του δευτέρου
Παγκοσμίου πολέμου, την ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδος και την γερμανική
πολεμική συμβολή στην ηττημένη Ιταλία, τον Απρίλιο του 1941.
Η βουλγαρική παρουσία στην δυτική Θράκη με τη μορφή στρατιωτικής κατοχής, προϊόντος
του δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου, ήταν αποτέλεσμα διπλωματικής συνεννόησης με την
Γερμανία και μία παραχώρηση εκ μέρους αυτής για την προσχώρηση της Βουλγαρίας στον
Άξονα. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η Βουλγαρία δεν βρισκόταν σ’ εμπόλεμη κατάσταση με
την Ελλάδα, η εισβολή άρχισε τον Απρίλιο του 1941 και, μέχρι τις 15 Μαΐου, είχε
καταληφθεί όλη η παραχωρηθείσα περιοχή.
Στις 3 Μαΐου του 1941, με απόφαση του βουλγαρικού Υπουργικού Συμβουλίου συνεστήθη η
«Διοίκηση του Αιγαίου» ως νέα διοικητική περιφέρεια, με πρωτεύουσα την Ξάνθη. Η
«Διοίκηση του Αιγαίου» ενσωματώθηκε στην 4η περιφέρεια του βουλγαρικού κράτους με 11
επαρχίες, και διαιρέθηκε σε τρεις στρατιωτικές διοικήσεις, όπου έδρευαν αντίστοιχα τρεις
μεραρχίες πεζικού του βουλγαρικού στρατού, ενώ στρατιωτικές φρουρές εγκαταστάθηκαν σ’
όλους τους μεγάλους οικισμούς.
Ιδιαιτέρως σκληρή ήταν η στάση των κατακτητών έναντι του ιερού κλήρου της δυτικής
Θράκης, εξ ενός εμφανεστάτου λόγου: η πνευματική καθηγεσία του κατώτερου κλήρου
ιδίως, αποτελούσε εμπόδιο στην υποταγή του πληθυσμού. Η τριβή κι η συνάφεια του απλού
ιερέα του χωριού ή της αστικής συνοικίας με το ποίμνιό του, η τέλεση των ακολουθιών και
των μυστηρίων, η καθημερινή παραμυθία στον χειμαζόμενο λαό στου οποίου τα μαρτύρια
ήταν κοινωνός, αποτελούσαν κάρφος εν τω οφθαλμώ της μισάνθρωπης διοίκησης. Γι’ αυτό κι
οι πρώτοι διωχθέντες ήσαν τα μέλη του κλήρου. Ιδιαιτέρως πρέπει να επισημάνουμε ότι, όταν
οι άνθρωποι αυτοί, οι κληρικοί, όπερ και το σύνηθες, αρνούνταν την υποχώρηση απέναντι
στις συστάσεις ή τις απειλές, αποτελούσαν τα πρώτα θύματα των θηριωδιών.
Οι τέσσερις ιερείς των οποίων την αιωνία μνήμη ευχόμαστε σήμερα δεν ήσαν άμοιροι των
βασάνων και της προσφυγιάς. Τέκνα κι οι τέσσερις της αγιοτόκου ανατολικής Θράκης ήσαν
μαθημένοι να μοιράζονται τα βάσανα του λαού.
Ιερέας Θεόδωρος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1880 στο χωριό Μοσχονιά της Κεσσάνης
της Ανατολικής Θράκης.Στη συνέχεια, κατά το έτος 1910, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη,
όπου χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς. Επέστρεψε έπειτα στη γενέτειρά του και
διορίσθηκε εφημέριος. Το 1922 με την Μικρασιατική Καταστροφή και την αναγκαστική
Ανταλλαγή των Πληθυσμών ο πατήρ Θεόδωρος ήλθε στη Δυτική Θράκη και αρχικά
εγκαταστάθηκε στο χωριό Μεσσούνη του Ν. Ροδόπης. Όταν έπειτα ιδρύθηκε ο συνοικισμός
του Νέου Καβακλή (1926-1927) μετεγκατεστάθη μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά του στην
Αίγειρο, όπου ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Άνθιμος Σαρρίδης τον διόρισε τακτικό εφημέριο.
Κατά το έτος 1941 η επαρχία Ροδόπης, όπως και ολόκληρη η Δυτική Θράκη, βρέθηκε υπό
βουλγαρική κατοχή και άρχισε σφοδρότατος ανθελληνικός διωγμός εναντίον των Ελλήνων
κατοίκων της περιοχής και ιδιαίτερα των ορθοδόξων κληρικών, από τους οποίους ο πρώτος
που δολοφονήθηκε, όπως αναφέρει στην επίσημη έκθεσή του ο τότε Μητροπολίτης
Μαρωνείας και Θάσου Βασίλειος (1941-1952), ήταν ο ιερεύς Θεόδωρος Παπαδόπουλος.
Στις 20 Απριλίου του 1941 οι Βούλγαροι στρατιώτες μετέβησαν στην οικία του ιερέως
Θεοδώρου, όπου ήταν κλινήρης λόγω ασθενείας και με το πρόσχημα της παράνομης
οπλοκατοχής τον κακοποίησαν με απίστευτη βαρβαρότητα και ερεύνησαν την οικία του,
χωρίς όμως να ανακαλύψουν τίποτα. Η βαρβαρότητα όμως των Βουλγάρων δεν σταμάτησε
εκεί. Για δεύτερη φορά στις 12 Ιουνίου 1941 εισέβαλαν στην οικία του και τον κακοποίησαν
βάναυσα, με αποτέλεσμα να πεθάνει ολίγες ημέρες αργότερα, στις 22 Ιουνίου 1941 και σε
ηλικία 64 ετών. Ο ιερεύς Θεόδωρος ετάφη στον προαύλιο χώρο του Ιερού Ναού Αγίου
Αθανασίου Αιγείρου, όπου μέχρι και σήμερα ευρίσκεται ο τάφος του.
Ο ιερέας Δημήτριος Καβάζης, είλκε κι αυτός την καταγωγή του από την Κεσσάνη της
Ανατολικής Θράκης, γεννημένος το 1890. Μετά την εκκένωση της περιοχής με την
αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών, το Νοέμβριο του 1922 ο παπα-Δημήτρης,
εγκαταστάθηκε στην Κρωβύλη, νυμφεύθηκε την πρεσβυτέρα του Αικατερίνη και απέκτησε
τέσσερα παιδιά.Χειροτονήθηκε το 1931, υπηρετώντας στο ίδιο χωριό ως εφημέριος. Με την
έναρξη της κατοχής του αφαίρεσαν τα κλειδιά του ενοριακού ναού του, δυσκολεύοντας
αφάνταστα την τέλεση των ιερατικών καθηκόντων του, με στόχο να εξαναγκαστεί να υπαχθεί
στη βουλγαρική Εξαρχία. Σκοπός των Βουλγάρων Κομιτατζήδων ήταν να δείξουν στον ιερέα
Δημήτριο, ότι αυτοί ήταν οι κυρίαρχοι της περιοχής και να τον πείσουν να λάβει την
βουλγαρική υπηκοότητα και να προσχωρήσει στην σχισματική-βουλγαροεξαρχική Εκκλησία.
Επειδή όμως ο π. Δημήτριος αρνούνταν κάθε δελεαστική πρότασή τους, οι Βούλγαροι
άλλαξαν τακτική και τον κατηγόρησαν ότι έκρυβε όπλα και διάβαζε ελληνικές εφημερίδες.
Με αυτές τις κατηγορίες τον συνέλαβαν και τον κακοποίησαν. Έφθασαν μέχρι του σημείου
να τον ποδοπατούν στο στήθος και να τον ʺπεταλώσουν ʺ στα πέλματα των ποδιών του.
Στις 20 Απριλίου του 1944, την ώρα του Εσπερινού, οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες τον
εξέβαλαν βιαίως από την Εκκλησία και αφού τον οδήγησαν στην απομονωμένη θέση Τσακάλ
Μπαΐρ του Ισμάρου, τον έριξαν μέσα σε ένα λάκο και τον λιθοβόλησαν, χαρίζοντάς του την
ένδοξη θανή του πρωτομάρτυρα Στεφάνου.. Ο πατήρ Δημήτριος εκοιμήθη λίγες ημέρες
αργότερα, στις 29 Απριλίου του 1944. Ο τάφος του ευρίσκεται στο προαύλιο του Ιερού Ναού
της Κρωβύλης.
Ο ιερέας Βαγιάννης Εμμανουηλίδης, εγεννήθη στο χωριό Γραβούνα Κεσσάνης της
Ανατολικής Θράκης το έτος 1872. Άσκησε τα ιερατικά του καθήκοντα επί 42 συναπτά έτη.
Επί 20 έτη υπήρξε εφημέριος σε διάφορες ενορίες της Ανατολικής Θράκης και για τα
επόμενα 22 έτη στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου του χωριού της Συκορράχης του Νομού
Ροδόπης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής (1941-1943) πολλές φορές
εκδιώχθηκε από τους εθνικιστές Βουλγάρους Κομιτατζήδες και του απηγορεύθη να τελεί τα
ιερατικά του καθήκοντα, ενώ πολλές φορές συνελήφθη και εβασανίσθη, επειδή παρά το
προχωρημένο της ηλικίας του, επέμενε σθεναρώς και συνέχιζε στην επιτέλεση των
λειτουργικών του καθηκόντων. Το 1943 οι Βούλγαροι συνέλαβαν τα παιδιά του ιερέως
Βαγιάννη με σκοπό να τον εκφοβίσουν και να τον εκβιάσουν. Επειδή όμως το εκκλησιαστικό
και εθνικό του φρόνημα παρέμενε ακμαίο, οι Βούλγαροι τον συνέλαβαν, τον κακοποίησαν
και τον άφησαν αναίσθητο. Ο ιερεύς Βαγιάννης Εμμανουηλίδης τελικώς απεβίωσε στις 25
Ιουνίου 1944. Ετάφη αρχικώς στο κοιμητήριο της Συκορράχης και μετά την αποχώρηση των
Βουλγάρων από την Δυτική Θράκη τα οστά του μετενταφιάσθηκαν στον προαύλιο χώρο του
Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου, όπου μέχρι και σήμερα ευρίσκεται ο τάφος του.
Ο ιερέας Γεώργιος Βουλγαράκης, εγεννήθη στο χωριό Μάλγαρα της Ανατολικής
Θράκης.Έλαβε μέρος στην μικρασιατική εκστρατεία, παρασημοφορήθηκε «επ’ ανδραγαθία»
και προήχθη στο βαθμό του λοχία. Παράλληλα διετέλεσε και έφεδρος αξιωματικός σε
διάφορα στρατιωτικά αποσπάσματα καταδιώξεως εναντίον των Βουλγάρων Κομιτατζήδων.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την αναγκαστική Ανταλλαγή Πληθυσμών
εγκαταστάθηκε στο χωριό της Νέας Ανδριανής του Ν. Ροδόπης. Εκεί αρχικώς ησχολήθη με
την γεωργία, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο μελετούσε την Αγία Γραφή και τους βίους των
Αγίων της Εκκλησίας. Λέγεται ότι εγνώριζε και εκφωνούσε από στήθους όλα τα Ευαγγέλια
και έψαλε με απαλή και γλυκύτατη φωνή. Το έτος 1936 με εντολή της Ιεράς Συνόδου της
Εκκλησίας της Ελλάδας ιδρύθη στην Κομοτηνή ένα κατώτερο εκκλησιαστικό φροντιστήριο
για τους ιερείς, στο οποίο εφοίτησε επί τριετία.
Ο πατήρ Γεώργιος το 1939 εχειροτονήθη διάκονος και το 1940 πρεσβύτερος, οπότε και
διορίσθηκε τακτικός εφημέριος του Ιερού Ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών του χωριού Νέας
Ανδριανής. Όταν το 1941 η περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης
πέρασε στην στρατιωτική διοίκηση των Βουλγάρων Κομιτατζήδων, ο αείμνηστος
Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου Βασίλειος (1941-1951) πρότεινε στον ιερέα Γεώργιο
να εγκατασταθεί στο διπλανό χωριό του Νέου Σιδηροχωρίου για μεγαλύτερη ασφάλεια του
ιδίου και της οικογενείας του. ακόμη του πρότεινε να τον ακολουθήσει και στην
Θεσσαλονίκη. Εκείνος όμως ηρνήθη τις παραπάνω προτάσεις του αρχιερέως.
Ο ιερεύς Γεώργιος έγινε από την πρώτη στιγμή στόχος της εθνικιστικής βαρβαρότητος των
Βουλγάρων Κομιτατζήδων. Αρχικώς κατηγορήθηκε για δήθεν παράνομη κατοχή και
απόκρυψη πολεμικού υλικού (όπλων, σφαιρών κ.α.). τότε εκλήθη στο κοινοτικό κατάστημα
του Νέου Σιδηροχωρίου, όπου οι Βούλγαροι στρατιώτες τον χλεύασαν, τον εκτύπησαν και
αφού εγέμισαν το σώμα του με μώλωπες, τον άφησαν ελεύθερο.
Αργότερα τον μετέφεραν στο χωριό του Κοσμίου για μεγαλύτερα βασανιστήρια, λόγω των
οποίων παρέμεινε κλινήρης για δύο μήνες. Οι Βούλγαροι τον πίεζαν επίσης να εκμάθει την
βουλγαρική γλώσσα και να τελεί βουλγαριστί την Θεία Λειτουργία. Εκείνος όμως ηρνήτο
κατηγορηματικά. Τότε Βούλγαροι τον έκριναν άξιο θανάτου και αφού τον συνέλαβαν, τον
ξυλοκόπησαν και τον εγκατέλειψαν ημιθανή. Τελικώς, ο πρεσβύτερος Γεώργιος
Βουλγαράκης απεβίωσε στις 13 Νοεμβρίου του 1944 και ετάφη όπισθεν του Ιερού Βήματος
του παλαιού ναού Αγίου Θεοδώρου Ν. Σιδηροχωρίου (παλαιά ονομασία: Σχοινιᾶ). Κατέλιπε
τήν Πρεσβυτέρα του Θεοδώρα καί τά παιδιά του Σταῦρο, Σοφιανό καί Στεριανή.
Νά πῶς περιγράφει τό μαρτύριο του πρεσβυτέρου Γεωργίου Βουλγαράκη σέ Ἔκθεσή του ὁ
Ἱερεύς Βασίλειος Δουλγερίδης, Ἐφημέριος Νέας Ἀνδριανῆς:
«…Ὁ ἱερεύς Γεώργιος Βουλγαράκης ἔπεσε εἰς τά χέρια τῶν λυσσαλέων Βουλγάρων…
καί ἄρχισε ἡ σειρά τῶν βασανιστηρίων. Τόν καλοῦσαν εἰς τήν Κοινότητα. Ἐκεῖ κατά πρῶτον
τόν τοποθετοῦσαν πίσω ἀπό τόν πόρτα καί τόν περιγελοῦσαν. Στό τέλος σηκώνονταν, τόν
πιάνανε ἀπό τήν ἁγία γενιάδα καί τόν κτυποῦσαν εἰς τούς τοίχους, τοῦ μολοπίζανε τό σῶμα καί
στό τέλος τόν πετοῦσαν ἔξω μέ τίς κλωτσιές… καί γελοῦσαν. Αὐτό γινόταν κάθε μέρα καί στίς
11 νυκτός καί στίς 2 πρωϊνῆς… Τοῦ ἐπιβάλανε νά ψάλη βουλγαρικά… αὐτός ὅμως τούς εἶπε ὅτι
εἶναι πολύ δύσκολο γιά νά μάθη… Τότε ἀρχίσανε ὅλοι μαζί νά τόν χτυποῦν. Τοῦ βάλανε
φάλαγγα εἰς τά πόδια… Μόλις ἔγινε λίγο καλά (ἀπό τά βασανιστήρια) καί κατάλαβε τίς
δυνάμεις του ὅτι μποροῦσε νά λειτουργήση πῆγε τό ἀπόγευμα καί κτύπησε τήν καμπάνα νά κάμη
Ἑσπερινό καί τό πρωΐ ἔκαμε τή Θεία Λειτουργία πού ἀπό πολλές ἡμέρες εἶχε στερηθῆ. Ἀλλά
μετά τήν Θεία λειτουργία παρουσιάσθη ἕνας ἔφιππος Βούλγαρος Χωροφύλαξ καί τόν διέταξε νά
τον ἀκολουθήση καί κατευθύνθη πρός τό καφενεῖον τοῦ Κωνσταντίνου Τυπάλδου, τό ὁποῖον τό
κατεῖχε ἕνας βούλγαρος… Στό δρόμο τόν ἀπειλοῦσε ὅτι θά τόν σκοτώση καί ὅταν μπήκανε μέσα
στό καφενεῖο διέταξε νά κάμουν ἕνα καφέ στό παπᾶ. Ὁ καφές ἦταν τό τέλος τοῦ ἱερέως…
Ἔπεσε κάτω, τρέχουνε μέ ἕνα κάρο, τόν μεταφέραν εἰς τήν Κομοτηνή εἰς ἕνα Βούλγαρο ἰατρό ὁ
ὁποῖος λεγότανε Ζαχάροφ. Αὐτός μόλις τόν εἶδε εἶπε: Τί τόν φέρατε; αὐτός εἶναι πεθαμένος…
δηλητηριασμένος».
Η γενομένη τιμή της Εκκλησίας και της Πολιτείας έχει την αρχή της στην άφιξη του
Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου Ματθαιάκη (1954-1974), ο οποίος απεφάσισε και
ανήγειρε μνημείο τιμής και μνημοσύνης υπέρ των τεσσάρων κληρικών της Μητροπόλεώς
μας. Το εν λόγω μνημείο παραδόθηκε στην Ιερά Μητρόπολη τον Νοέμβριο του 1965 και
τοποθετήθηκε με την σύμφωνη γνώμη και απόφαση του δημοτικού συμβουλίου στην πλατεία
του Αυτοκράτορος Θεοδοσίου, έναντι του Μητροπολιτικού Μεγάρου. Τα αποκαλυπτήρια
έγιναν στις 24 Μαρτίου του 1966. κατά το 1971, ύστερα από την απαίτηση της
αρχαιολογικής υπηρεσίας βυζαντινών αρχαιοτήτων, μετεφέρθη το μνημείο όπισθεν του Ιερού
Βήματος του Ναού της του Θεού Σοφίας Κομοτηνής, όπου ευρίσκεται μέχρι και σήμερα.
Εκτός των τεσσάρων εθνομαρτύρων κληρικών της Μητροπόλεως Μαρωνείας,
εβασανίσθηκαν, κακοποιήθησαν και εκτοπίσθησαν από τις εστίες τους και πολλοί άλλοι
ιερείς, ενώ μεγάλος είναι και ο αριθμός των δολοφονηθέντων λαϊκών συμπατριωτών μας.
Τα ονόματα των κακοποιηθέντων και βασανισθέντων κληρικών της Μητροπόλεώς
Μαρωνείας είναι τα παρακάτω: Νικόλαος Ζήσης, εφημέριος Μέσης, ο οποίος αφού
εβασανίσθηκε από τους Βουλγάρους Κομιτατζήδες απήχθη και μετεφέρθη βιαίως στη
Βουλγαρία, όπυ έμεινε αιχμάλωτος για δύο έτη και επέστρεψε όταν πια είχε τελειώσει ο
πόλεμος. Οι υπόλοιποι ιερείς ήταν οι: Νικόλαος Θεοδωρίδης, εφημέριος Γρατινής, Λάμπρος
Θεολογίδης, εφημέριος Κοσμίου, Ζαφείριος Καραγκιοζάκης (ευρίσκεται εν ζωή), εφημέριος
Παραδημής, Κωνσταντίνος Λαφτσής, εφημέριος Καλλίστης, Δημήτριος Μάρρος, εφημέριος
Μεσσούνης, Μηνάς Μηνόπουλος, εφημέριος Καλλιθέας, Αθανάσιος Παπακωνσταντίνου,
εφημέριος Μητροπολιτικού Ναού Κομοτηνής, Βασίλειος Παρασχάκης, εφημέριος Κοσμίου,
Γαβριήλ Φαρασόπουλος, εφημέριος Ασκητών (κατ’ άλλους Ιάσμου), Βασίλειος
Χατζηπαρασκευάς, εφημέριος Μαρωνείας και Παύλος Χρηστίδης, εφημέριος Ξυλαγανής. Οι
ιερείς, οι οποίοι εκακοποιήθησαν και εν συνεχεία εκτοπίσθησαν από την Μητρόπολη
Μαρωνείας ήταν οι: Νικόαλαος Βεζυρόπουλος, εφημέριος Κομοτηνής, Κωνσταντίνος
Λυκούδης, εφημέριος πρωτάτου, Ιωαννίκιος Μακαριώτης, εφημέριος Σαππών, Δημήτριος
Παπανικολάου, εφημέριος Κομοτηνής, Κυριάκος Χατζηδήμου, εφημέριος Αράτου και ο
Ιεροδιάκονος Κομοτηνής Κυριάκος Χατζηδήμου.
Οι κάτοικοι του χωριού των Ασκητών, οι οποίοι εμαρτύρησαν στα χέρια των εθνικιστών
Βουλγάρων ήταν οι: Βασίλειος Σεβενίδης, Φώτιος Κεσκερίδης, Βασίλειος Μπακαλίδης, πρ.
Μακρίδης και ο μουσουλμάνος ιμάμης Τερμίκογλου Χουσεΐν.
Η φρικτότερη όμως σφαγή έλαβε χώρα την 9η Απριλίου 1944 στην κοινότητα Ξυλαγανής,
όπου Βούλγαροι στρατιώτες υπό την καθοδήγηση του βουλγαροεξαρχικού αρχιερατικού
επιτρόπου-πρωτοπρεσβυτέρου Μαξίμου και του διακόνου Ιβάνωφ, αφού ανακάλυψαν την
τοποθεσία, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν 30 κάτοικοι της Ξυλαγανής, οι οποίοι ήταν
μέλη της απελευθερωτικής ενόπλου οργανώσεως κατά των Βουλγάρων, τους σφαγίασαν με
τις ʺευλογίεςʺ των δύο παραπάνω Βουλγάρων κληρικών.
Ας είναι αναπαυμένες οι ψυχές του και να πρεσβεύουν για εμάς!
Αμην