Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ὅ­πως ἔ­χε­τε ἐ­νη­με­ρω­θῆ, μό­λις πρίν ἀπό λί­γες ἡ­μέ­ρες, δη­λα­δή τήν 23η Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2024, συ­νῆλ­θε ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος, πού εἶ­ναι ἡ Ἀ­νω­τά­τη Ἀρ­χή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, γι­ά νά με­λε­τή­ση τό θέ­μα πού ἀ­νέ­κυ­ψε στίς ἡ­μέ­ρες μας, δη­λα­δή τήν θέ­σπι­ση τοῦ «πο­λι­τι­κοῦ γάμου» τῶν ὁ­μο­φυ­λο­φί­λων, μέ ὅ­λες τίς συ­νέ­πει­ες πού ἐ­πι­φέ­ρει αὐ­τό στό οἰκο­γε­νει­α­κό δί­και­ο.

Ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α συ­ζή­τη­σε ἐ­παρ­κῶς τό θέ­μα αὐ­τό μέ ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα καί νη­φα­λι­ό­τη­τα, ἀποδεικνύοντας γι­ά μι­ά ἀ­κό­μη φο­ρά τήν ἑ­νό­τη­τά της, καί στήν συ­νέ­χει­α ὁ­μό­φω­να ἀ­πο­φά­σι­σε τά δέ­ον­τα πού ἔ­χουν ἀ­να­κοι­νω­θῆ.

Μι­ά ἀ­πό τίς ἀ­πο­φά­σεις πού ἔ­λα­βε εἶ­ναι νά ἐ­νη­με­ρώ­ση τό πλή­ρω­μά της, τό ὁ­ποῖ­ο θέ­λει νά ἀ­κού­ση τίς ἀ­πο­φά­σεις της καί τίς θέ­σεις της. Μέ­σα στό πλαί­σι­ο αὐ­τό, ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α ἀπευ­θύ­νε­ται πρός ὅ­λους ἐ­σᾶς, γι­ά νά δι­α­τυ­πώ­ση τήν ἀ­λή­θει­α γι­ά τό σο­βα­ρό αὐ­τό θέ­μα.

1. Τό ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δι­ά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων, εἶ­ναι δι­πλό, δη­λα­δή θε­ο­λο­γι­κό, μέ τό νά ὁ­μο­λο­γῆ τήν πί­στη της, ὅ­πως τήν ἀ­πο­κά­λυ­ψε ὁ Χρι­στός καί τήν ἔ­ζη­σαν οἱ Ἅ­γι­οί της, καί ποι­μαν­τι­κό, μέ τό νά ποι­μαί­νη τούς ἀν­θρώ­πους στήν κα­τά Χρι­στόν ζω­ή.

Αὐ­τό τό ἔρ­γο της φαί­νε­ται στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή καί στίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν καί Το­πι­κῶν Συ­νό­δων, οἱ ὁποῖ­ες θέ­σπι­σαν ὅ­ρους γι­ά τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί ἱ­ε­ρούς κα­νό­νες, πού κα­θο­ρί­ζουν τά ὅ­ρι­α μέ­σα στά ὁ­ποῖ­α πρέ­πει νά κι­νοῦν­ται ὅ­λα τά μέ­λη της, Κλη­ρι­κοί, Μο­να­χοί καί Λα­ϊ­κοί.

Ἔτ­σι, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ποι­μαί­νει, δη­λα­δή θε­ρα­πεύ­ει τίς πνευ­μα­τι­κές ἀ­σθέ­νει­ες τῶν ἀν­θρώ­πων, ὥ­στε οἱ Χρι­στι­α­νοί νά ζοῦν σέ κοι­νω­νί­α μέ τόν Χρι­στό καί τούς ἀ­δελ­φούς τους, νά ἀ­παλ­λα­γοῦν ἀ­πό τήν φι­λαυ­τί­α καί νά ἀ­να­πτυ­χθῆ ἡ φι­λο­θε­ΐ­α καί ἡ φι­λαν­θρω­πί­α, δη­λα­δή ἡ ἰ­δι­ο­τε­λής, φί­λαυ­τη ἀ­γά­πη νά γί­νη ἀ­νι­δι­ο­τε­λής ἀ­γά­πη.

2. Ὁ Θε­ός ἀ­γα­πᾶ ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους, δι­καί­ους καί ἀ­δί­κους, ἀ­γα­θούς καί κα­κούς, ἁ­γί­ους καί ἁ­μαρ­τω­λούς∙ αὐ­τό κά­νει καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ἄλ­λω­στε, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κό Νο­σο­κο­μεῖ­ο πού θε­ρα­πεύ­ει τούς ἀν­θρώ­πους, χω­ρίς νά ἀ­πο­κλεί­η κα­νέ­ναν, ὅ­πως δεί­χνει ἡ πα­ρα­βο­λή τοῦ Κα­λοῦ Σα­μα­ρεί­του, τήν ὁποί­α εἶ­πε ὁ Χρι­στός (Λουκ. ι΄, 30-37). Τό ἴδι­ο κά­νουν καί τά νο­σο­κο­μεῖ­α καί οἱ ἰ­α­τροί γι­ά τίς σω­μα­τι­κές ἀ­σθέ­νει­ες. Ὅ­ταν οἱ ἰ­α­τροί κά­νουν χει­ρουρ­γι­κές ἐπεμ­βά­σεις στούς ἀν­θρώ­πους, κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά ἰ­σχυ­ρι­σθῆ ὅ­τι δέν ἔ­χουν ἀ­γά­πη.

Ἀλ­λά οἱ ἄν­θρω­ποι ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά σέ αὐ­τήν τήν ἀ­γά­πη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας∙ ἄλ­λοι τήν ἐ­πι­θυ­μοῦν καί ἄλ­λοι ὄ­χι. Ὁ ἥ­λι­ος ἀ­πο­στέλ­λει τίς ἀ­κτῖνες του σέ ὅ­λη τήν κτί­ση, ἄλ­λοι ὅ­μως φω­τί­ζον­ται καί ἄλ­λοι καί­γον­ται, καί αὐ­τό ἐξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τήν φύ­ση αὐ­τῶν πού δέ­χον­ται τίς ἡ­λι­α­κές ἀ­κτῖ­νες.

Ἔτ­σι, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­γα­πᾶ ὅ­λα τά βα­πτι­σθέν­τα παι­δι­ά της καί ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους πού εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τοῦ Θε­οῦ, μι­κρούς καί με­γά­λους, ἀγάμους καί ἐγγάμους, Κλη­ρι­κούς, Μο­να­χούς καί Λα­ϊ­κούς, ἐ­πι­στή­μο­νες καί μή, ἄρ­χον­τες καί ἀρ­χο­μέ­νους, ἑ­τε­ρο­φύ­λους καί ὁ­μο­φυ­λο­φί­λους, καί ἀ­σκεῖ τήν φι­λάν­θρω­πη ἀ­γά­πη της, ἀρ­κεῖ, βέ­βαια, νά τό θέ­λουν καί οἱ ἴ­δι­οι καί νά ζοῦν πραγ­μα­τι­κά στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

3. Ἡ Θε­ο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γι­ά τόν Γάμο ἀ­πορ­ρέ­ει ἀπό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τήν δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τήν δι­ά­τα­ξη τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τοῦ Γάμου.

Στό βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως γρά­φε­ται: «Καί ἐ­ποί­η­σεν ὁ Θε­ός τόν ἄν­θρω­πον, κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τόν, ἄρσεν καί θῆ­λυ ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τούς. Καί εὐ­λό­γη­σεν αὐ­τούς λέ­γων˙ αὐ­ξά­νε­σθε καί πλη­θύ­νε­σθε καί πλη­ρώ­σα­τε τήν γῆν καί κα­τα­κυ­ρι­εύ­σα­τε αὐ­τήν καί ἄρ­χε­τε τῶν ἰ­χθύ­ων τῆς θα­λάσ­σης καί τῶν πε­τει­νῶν τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί πάν­των τῶν κτη­νῶν καί πά­σης τῆς γῆς καί πάν­των τῶν ἑρ­πε­τῶν τῶν ἑρ­πόν­των ἐ­πί τῆς γῆς» (Γεν., 1, 27-28).

Αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι «ἡ δυ­α­δι­κό­τη­τα τῶν δύ­ο φύ­σε­ων καί ἡ συμ­πλη­ρω­μα­τι­κό­τη­τά τους δέν ἀ­πο­τε­λοῦν κοι­νω­νι­κές ἐ­πι­νο­ή­σεις, ἀλ­λά πα­ρέ­χον­ται ἀ­πό τόν Θε­ό»∙ «ἡ ἱ­ε­ρό­τη­τα τῆς ἕνω­σης ἄν­δρα καί γυ­ναί­κας πα­ρα­πέμ­πει στήν σχέ­ση τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»∙ «ὁ χρι­στι­α­νι­κός Γάμος δέν εἶ­ναι ἁ­πλῆ συμ­φω­νί­α συμ­βί­ω­σης, ἀλ­λά ἱ­ε­ρό Μυ­στή­ρι­ο, δι­ά τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ ἄν­δρας καί ἡ γυ­ναί­κα λαμ­βά­νουν τήν Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ γι­ά νά προ­χω­ρή­σουν πρός τήν θέ­ω­σή τους»∙ «ὁ πα­τέ­ρας καί ἡ μη­τέ­ρα εἶ­ναι συ­στα­τι­κά στοι­χεῖ­α τῆς παι­δι­κῆς καί τῆς ἐ­νή­λι­κης ζω­ῆς».

Ὅ­λη ἡ θε­ο­λο­γί­α τοῦ Γάμου φαί­νε­ται κα­θα­ρά στήν ἀκο­λου­θί­α τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τοῦ Γάμου, στά τε­λού­με­να καί τίς εὐ­χές. Σ’ αὐτό τό Μυ­στή­ρι­ο ἡ ἕ­νω­ση ἀν­δρός καί γυ­ναι­κός ἱε­ρο­λο­γεῖ­ται ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ, μέ τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ ἐν Χρι­στῷ Γάμου εἶ­ναι ἡ δη­μι­ουρ­γί­α κα­λῆς συ­ζυ­γί­ας καί οἰ­κο­γε­νεί­ας, ἡ γέν­νη­ση παι­δι­ῶν, ὡς καρ­ποῦ τῆς ἀ­γά­πης τῶν δύ­ο συ­ζύ­γων, ἄν­δρα καί γυ­ναί­κας, καί ἡ σύν­δε­σή τους μέ τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ζω­ή. Ἡ μή ὕ­παρ­ξη παι­δι­ῶν χω­ρίς τήν εὐ­θύ­νη τῶν συ­ζύ­γων, δέν δι­α­σπᾶ τήν ἐν Χρι­στῷ συ­ζυ­γί­α.

Ἡ χρι­στι­α­νι­κή πα­ρα­δο­σι­α­κή οἰ­κο­γέ­νει­α ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό πα­τέ­ρα, μη­τέ­ρα καί παι­δι­ά, καί σέ αὐ­τήν τήν οἰ­κο­γέ­νει­α τά παι­δι­ά ἀ­να­πτύσ­σον­ται, γνω­ρί­ζον­τας τήν μη­τρό­τη­τα καί τήν πα­τρό­τη­τα πού θά εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τα στοι­χεῖ­α στήν με­τέ­πει­τα ἐ­ξέ­λι­ξή τους.

Ἐξ ἄλ­λου, ὅ­πως φαί­νε­ται στό «Εὐ­χο­λό­γι­ο» τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὑ­πάρ­χει σα­φέ­στα­τη σύν­δε­ση με­τα­ξύ τῶν Μυ­στη­ρί­ων τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, τοῦ Χρί­σμα­τος, τοῦ Γάμου, τῆς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως καί τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας τοῦ Σώ­μα­τος καί τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Κά­θε δι­ά­σπα­ση αὐ­τῆς τῆς σύν­δε­σης δη­μι­ουρ­γεῖ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γικά προ­βλή­μα­τα.

Ἑ­πο­μέ­νως, βα­πτι­ζό­μα­στε καί χρι­ό­μα­στε γι­ά νά κοι­νω­νή­σου­με τοῦ Σώ­μα­τος καί τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Γί­νε­ται ὁ Γάμος ὥ­στε οἱ σύ­ζυ­γοι καί ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α νά συμ­με­τέ­χουν στό Μυ­στή­ρι­ο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας καί νά κοι­νω­νοῦν τοῦ Σώ­μα­τος καί τοῦ Αἵμα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Κά­θε δι­ά­σπα­ση τῆς σχέ­σε­ως αὐ­τῆς τῶν Μυ­στη­ρί­ων συ­νι­στᾶ τήν ἐκ­κο­σμί­κευ­ση.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α βα­σί­ζε­ται σέ αὐ­τήν τήν Πα­ρά­δο­ση, πού δό­θη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό στούς Ἁ­γί­ους, καί δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­δε­χθῆ κά­θε ἄλ­λη μορ­φή Γάμου, πολ­λῷ δέ μᾶλ­λον τόν λε­γό­με­νο «ὁ­μο­φυ­λο­φι­λι­κό γάμο».

4. Σέ ἕ­να εὐ­νο­μού­με­νο Κρά­τος ἡ Πο­λι­τεί­α μέ τά συν­τε­ταγ­μέ­να ὄρ­γα­νά της ἔ­χει τήν ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα νά κα­ταρ­τί­ζη νο­μο­σχέ­δι­α καί νά ψη­φί­ζη νό­μους, ὥ­στε στήν κοι­νω­νί­α νά ὑπάρ­χη ἑ­νό­τη­τα, εἰ­ρή­νη καί ἀ­γά­πη.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­μως, εἶ­ναι θε­σμός ἀρ­χαι­ό­τα­τος, ἔ­χει δι­α­χρο­νι­κές πα­ρα­δό­σεις αἰ­ώ­νων, συμ­με­τέ­χει σέ ὅ­λες τίς κα­τά και­ρούς δο­κι­μα­σί­ες τοῦ λα­οῦ, συ­νε­τέ­λε­σε ἀ­πο­φα­σι­στι­κά στήν ἐλευ­θε­ρί­α του, ὅ­πως φαί­νε­ται ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α, τήν πα­λαι­ό­τε­ρη καί τήν πρό­σφα­τη, καί πρέ­πει ὅ­λοι νά στέ­κον­ται μέ σε­βα­σμό, τόν ὁ­ποῖ­ο κα­τά και­ρούς δι­α­κη­ρύσ­σουν. Ἄλ­λω­στε καί ὅ­λοι οἱ ἄρ­χον­τες, ἐ­κτός ἀ­πό με­ρι­κές ἐ­ξαι­ρέ­σεις, εἶ­ναι δυ­νά­μει καί ἐ­νερ­γείᾳ μέ­λη της. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α οὔ­τε συμ­πο­λι­τεύ­ε­ται οὔ­τε ἀν­τι­πο­λι­τεύ­ε­ται, ἀλ­λά πο­λι­τεύ­ε­ται κα­τά Θε­όν καί ποι­μαί­νει ὅ­λους. Γι’ αὐ­τό καί ἔ­χει ἰ­δι­αί­τε­ρο λό­γο πού πρέ­πει νά γί­νε­ται σε­βα­στός.

Στό θέ­μα τοῦ λε­γο­μέ­νου «πο­λι­τι­κοῦ γάμου τῶν ὁ­μο­φυ­λο­φί­λων», ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος ὄ­χι μό­νον δέν μπο­ρεῖ νά σι­ω­πή­ση, ἀλ­λά πρέ­πει νά ὁ­μι­λή­ση, ἀ­πό ἀ­γά­πη καί φι­λαν­θρω­πί­α σέ ὅ­λους. Γι’ αὐ­τό ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος στήν πρό­σφα­τη ἀ­πό­φα­σή της μέ ὁ­μό­φω­νο καί ἑ­νω­τι­κό τρό­πο, γι­ά λό­γους τούς ὁ­ποί­ους αἰ­τι­ο­λό­γη­σε, δήλωσε ὅτι «εἶ­ναι κά­θε­τα ἀν­τί­θε­τη πρός τό προ­ω­θού­με­νο νο­μο­σχέ­δι­ο».

Καί αὐ­τή ἡ σα­φής ἀ­πό­φα­σή της στη­ρί­ζε­ται στό ὅ­τι «οἱ ἐμ­πνευ­στές τοῦ νο­μο­σχε­δί­ου καί οἱ συ­νευ­δο­κοῦν­τες σέ αὐ­τό προ­ω­θοῦν τήν κα­τάρ­γη­ση τῆς πα­τρό­τη­τας καί τῆς μη­τρό­τη­τας καί τήν με­τα­τρο­πή τους σέ οὐ­δέ­τε­ρη γο­νε­ϊ­κό­τη­τα, τήν ἐ­ξα­φά­νι­ση τῶν ρό­λων τῶν δύ­ο φύ­λων μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νει­α καί θέ­τουν πά­νω ἀ­πό τά συμ­φέ­ρον­τα τῶν μελ­λον­τι­κῶν παι­δι­ῶν τίς σε­ξου­α­λι­κές ἐ­πι­λο­γές τῶν ὁ­μο­φυ­λο­φί­λων ἐ­νη­λί­κων».

Ἐ­πί πλέ­ον, ἡ θέ­σπι­ση τῆς «υἱ­ο­θε­σί­ας παι­δι­ῶν» «κα­τα­δι­κά­ζει τά μελ­λον­τι­κά παι­δι­ά νά με­γα­λώ­νουν χω­ρίς πα­τέ­ρα ἤ μη­τέ­ρα σέ ἕ­να πε­ρι­βάλ­λον σύγ­χυ­σης τῶν γο­νε­ϊ­κῶν ρό­λων», ἀ­φή­νον­τας δέ ἀ­νοι­κτό πα­ρά­θυ­ρο γι­ά τήν λε­γό­με­νη «πα­ρέν­θε­τη κύ­η­ση», πού θά δώ­ση κί­νη­τρα «γι­ά τήν ἐ­κμε­τάλ­λευ­ση εὐ­ά­λω­των γυ­ναι­κῶν» καί ἀλ­λοί­ω­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ θε­σμοῦ τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας.

Ὅ­λα αὐ­τά ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α πρέ­πει νά ἐκ­φρά­ζη τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καί νά κα­θο­δη­γῆ ὀρ­θό­δο­ξα τά μέ­λη της, δέν μπο­ρεῖ νά τά ἀ­πο­δε­χθῆ, δι­ό­τι δι­α­φο­ρε­τι­κά θά προ­δώ­ση τήν ἀπο­στο­λή της. Καί τό κά­νει αὐ­τό ὄ­χι μό­νο ἀ­πό ἀ­γά­πη στά μέ­λη της, ἀλ­λά ἀ­πό ἀ­γά­πη καί στήν ἴ­δι­α τήν Πο­λι­τεί­α καί τούς θε­σμούς της, ὥ­στε νά προ­σφέ­ρουν στήν κοι­νω­νί­α καί νά συν­τε­λοῦν στήν ἑ­νό­τη­τά της.

Ἀ­πο­δε­χό­μα­στε, βέ­βαι­α, τά δι­και­ώ­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων τά ὁ­ποῖ­α κι­νοῦν­ται σέ ἐ­πι­τρε­πτά ὅ­ρι­α, σέ συν­δυ­α­σμό μέ τίς ὑπο­χρε­ώ­σεις τους, ἀλ­λά ἡ νο­μι­μο­ποί­η­ση τοῦ ἀ­πο­λύ­του «δι­και­ω­μα­τι­σμοῦ», πού εἶ­ναι θε­ο­ποί­η­ση τῶν δι­και­ω­μά­των, προ­κα­λεῖ τήν ἴ­δι­α τήν κοι­νω­νί­α.

5. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γι­ά τήν οἰ­κο­γέ­νει­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀπο­τε­λεῖ τό κύτ­τα­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τῆς κοι­νω­νί­ας καί τοῦ Ἔθνους. Σέ αὐ­τό πρέ­πει νά συν­τεί­νη καί ἡ Πο­λι­τεί­α, ὅπως δι­α­λαμ­βά­νε­ται στό ἰ­σχῦ­ον Σύν­ταγ­μα ὅ­τι «ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α ὡς θε­μέ­λι­ο τῆς συν­τή­ρη­σης καί προ­α­γω­γῆς τοῦ Ἔθνους, κα­θώς καί ὁ Γάμος, ἡ μη­τρό­τη­τα καί ἡ παι­δι­κή ἡ­λι­κί­α τε­λοῦν ὑ­πό τήν προ­στα­σί­α τοῦ Κρά­τους» (ἄρ. 21).

Σύμ­φω­να δέ μέ τόν Κα­τα­στα­τι­κό Χάρ­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, πού εἶ­ναι νό­μος τοῦ Κρά­τους (590/1977), «ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος συ­νερ­γά­ζε­ται με­τά τῆς Πο­λι­τεί­ας, προ­κει­μέ­νου πε­ρί θε­μά­των κοι­νοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος ὡς.­.. τῆς ἐ­ξυ­ψώ­σε­ως τοῦ θε­σμοῦ τοῦ γάμου καί τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας» (ἄρ. 2).

Ἔτ­σι, προ­τρέ­που­με τήν Πο­λι­τεί­α νά προ­βῆ στήν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ Δη­μο­γρα­φι­κοῦ προ­βλή­μα­τος «πού ἐ­ξε­λίσ­σε­ται σέ βόμ­βα ἕ­τοι­μη νά ἐ­κρα­γεῖ» καί εἶ­ναι τό κα­τ’ ἐ­ξο­χήν ἐθνι­κό θέ­μα τῆς ἐ­πο­χῆς μας, τοῦ ὁ­ποίου ἡ ἐπίλυση ὑ­πο­νο­μεύ­ε­ται ἀ­πό τό πρός ψή­φι­ση νο­μο­σχέ­δι­ο, καί τήν καλοῦμε νά ὑ­πο­στη­ρί­ξη τίς πο­λύ­τε­κνες οἰ­κο­γέ­νει­ες πού προ­σφέ­ρουν πολ­λά στήν κοι­νω­νί­α καί τό Ἔ­θνος.

Ὅ­λα τά ἀ­νω­τέ­ρω ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος ἀ­να­κοι­νώ­νει σέ ὅ­λα τά μέ­λη της «μέ αἴ­σθη­μα ποι­μαν­τι­κῆς εὐ­θύ­νης καί ἀ­γά­πης», δι­ό­τι ὄ­χι μό­νο ὁ λε­γό­με­νος «γάμος τῶν ὁμο­φυ­λο­φί­λων» εἶ­ναι ἀ­να­τρο­πή τοῦ Χρι­στι­α­νι­κοῦ Γάμου καί τοῦ θε­σμοῦ τῆς πα­τρο­πα­ρά­δο­της ἑλ­λη­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας, ἀλ­λά­ζον­τας τό πρό­τυ­πό της, ἀλ­λά καί δι­ό­τι ἡ ὁ­μο­φυ­λο­φι­λί­α ἔ­χει κα­τα­δι­κα­στῆ ἀ­πό τήν σύ­νο­λη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή πα­ρά­δο­ση, ἀρ­χῆς γε­νο­μέ­νης ἀ­πό τόν Ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο (Ρωμ. α΄, 24-32), καί ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται μέ τήν με­τά­νοι­α, ἡ ὁποί­α εἶ­ναι ἀλ­λα­γή τρό­που ζω­ῆς.

Ἐν­νο­εῖ­ται, βέ­βαι­α, ὅ­τι ὑ­φί­στα­ται ἡ βα­σι­κή ἀρ­χή ὅ­τι, ἐνῶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­τα­δι­κά­ζει τήν κά­θε ἁ­μαρ­τί­α ὡς ἀ­πο­μά­κρυν­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τό Φῶς καί τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, συγ­χρό­νως ἀγα­πᾶ τόν κά­θε ἁ­μαρ­τω­λό, δι­ό­τι καί αὐ­τός ἔ­χει τό «κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ» καί μπο­ρεῖ νά φθά­ση στό «κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν», ἐ­άν συ­νερ­γή­ση στήν Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ.

Αὐ­τόν τόν ὑ­πεύ­θυ­νο λό­γο ἀ­πευ­θύ­νει ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος σέ σᾶς, τούς εὐ­λο­γη­μέ­νους Χρι­στι­α­νούς, τά μέ­λη της, καί σέ ὅ­λους ὅ­σοι ἀ­να­μέ­νουν τόν λό­γο της, δι­ό­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α «ἀλη­θεύ­ει ἐν ἀγά­πῃ» (Ἐφ. δ΄, 15) καί «ἀ­γα­πᾶ ἐν ἀ­λη­θεί­ᾳ» (Β΄ Ἰ­ω. α΄, 1).