ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ΟΙ ΔΥΟ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

του Δρ. Ευριπίδη Στ. Στυλιανίδη,
Βουλευτή Ροδόπης – πρώην Υπουργού,
Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου

Η αγωνία της Δύσης, τόσο της ΕΕ όσο και των ΗΠΑ, να μη δημιουργηθεί μαύρη τρύπα στα Δυτικά Βαλκάνια που θα επέτρεπε την εκ νέου μετατροπή τους σε πεδίο γεωστρατηγικών συγκρούσεων τοπικών ή μεταξύ ΝΑΤΟ – Ρωσίας, οδήγησε στην ανάγκη βιαστικής διευθέτησης παλιών ζητημάτων, όπως το Σκοπιανό και επίσπευσης της ένταξης των τοπικών κρατών στην Ευρωατλαντική Συμμαχία και την ΕΕ. Υπό αυτή την έννοια ήταν κατά κοινή ομολογία αναγκαία η υπογραφή μια συμφωνίας μεταξύ Αθηνών-Σκοπίων. Μιας όμως άρτιας και βιώσιμης συμφωνίας, που δεν θα άφηνε κενά και στρεβλώσεις τα οποία θα μπορούσαν στο μέλλον να πυροδοτήσουν εκ νέου εθνικισμούς, συγκρούσεις συμφερόντων ή εντάσεις επικίνδυνες για την περιοχή των Βαλκανίων.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να κερδίσει την εύνοια του διεθνούς παράγοντα ως «επιδέξιος χειριστής καυτών ζητημάτων» και να υπηρετήσει και ιστορικές ιδεολογικές εμμονές του μετεμφυλιακού ιδεολογικού χώρου της αριστεράς, προχώρησε σε μια συμφωνία με σοβαρές αδυναμίες, σημαντικά κενά και δομικά προβλήματα που θα φαίνονταν στο μέλλον και την κατέστησε κορυφαίο κυβερνητικό πρόταγμα που επίμονα διαφήμιζε μέχρι πρόσφατα.
Η Νέα Δημοκρατία από την πρώτη στιγμή, ενώ υπογράμμισε την αναγκαιότητα μιας τέτοιας συμφωνίας, ξεκαθάρισε ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποδεχθεί όρους και προϋποθέσεις μια ατελούς συμφωνίας που αμφισβητούν την ιστορική πραγματικότητα και αφήνουν κενά που θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να πυροδοτήσουν νέες εντάσεις στην περιοχή. Παλιότερα μάλιστα ο Κώστας Καραμανλής δεν δίστασε στο Βουκουρέστι, να αναλάβει προσωπικά το πολιτικό κόστος ενός βέτο που τον έφερε σε ευθεία αντιπαράθεση ακόμα και με τη σύμμαχο υπερδύναμη των ΗΠΑ, προκειμένου να υπερασπιστεί το εθνικό συμφέρον, πάντα όμως ως γνήσιο υποσύνολο του γενικότερου συμμαχικού συμφέροντος κατά την δική μας πάντα εθνική αντίληψη των πραγμάτων. Αυτό προφανώς δεν έγινε κατανοητό από τη Δύση και συνδυασμένο με άλλα εθνικά ΟΧΙ τον οδήγησε εκτός εξουσίας. Σε αυτή την ξεκάθαρη θέση επέμειναν όμως και οι επόμενες ηγεσίες της Νέας Δημοκρατίας, τόσο επί Αντώνη Σαμαρά όσο και επί Κυριάκου Μητσοτάκη, παρότι κάποιοι κύκλοι πάντα μπέρδευαν την εθνική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας με τις προσωπικες δημόσιες σχέσεις τους.

Όταν καταψηφίσαμε τη Συμφωνία των Πρεσπών σαφώς προτάσσαμε το εθνικό μας δίκαιο και συμφέρον. Δεν το απεντάξαμε όμως ούτε στιγμή από το ευρύτερο συμμαχικό συμφέρον και αυτό, τώρα που επιβεβαιωνόμαστε, δικαιώνει την δική μας προσέγγιση. Τόσο στην Αλεξανδρούπολη με τον αγωγό Burgas- Alexandroupoli και το bypass – παράκαμψη των Στενών του Βοσπόρου ή «Τουρκικών Στενών» κατά την Τουρκία που δεν στήριξε το ΝΑΤΟ στο Ουκρανικό επιδεικνύοντας χαρακτηριστική συμμαχική ασυνέπεια, όσο και με την Συμφωνία των Πρεσπών που η στροφή σε μια εθνικιστική αντιδυτική κυβέρνηση βρίσκει πατήματα στις αδυναμίες της υφιστάμενης Συμφωνίας και όχι απλά στην παραβίαση της, όπως εσφαλμένα ισχυρίζονται κάποιοι παίχτες και της Ελληνικής πλευράς.
Οι αδυναμίες αυτές που αναδείξαμε τότε κατά το δημόσιο και κοινοβουλευτικό διάλογο αποδεικνύουν σήμερα που καθίστανται επίκαιρες την ορθότητα της προσέγγισης μας.

Η ρητορική της νέας ηγεσίες των Σκοπίων αποτελεί την φυσική συνέχεια της πολιτικής του διωχθέντος εξόριστου Γκρουέφσκι, αμφισβητεί ευθέως το γεωγραφικό χαρακτήρα της ονομασίας «Βόρεια Μακεδονία» και επιδιώκει μονομερώς την κατάργηση του ERGA OMNES, θεμελιώδη στοιχεία και τα δύο της Συμφωνίας και ίσως τα μόνα που μερικώς ισορροπούσαν με την Ελληνική πλευρά. Ακόμα δεν έχουν πλήρως διαφανεί οι συνέπειες και από άλλες εγγενείς αδυναμίες της συμφωνίας.

Για παράδειγμα :
Η αναγνώριση «Μακεδονικού Έθνους» και «Μακεδονικής», ούτε καν «Σλαβομακεδονικής» γλώσσας.

Η διευθέτηση των δικαιωμάτων της Βόρειας Μακεδονίας ως περίκλειστης χώρας, στην ΑΟΖ του Αιγαίου Πελάγους, της Αδριατικής και της Μαύρης Θάλασσας.

Η κατοχύρωση των εμπορικών επωνυμιών ή των επωνυμιών με ονομασία προέλευσης τη γεωγραφική ή την ιστορική έννοια της Μακεδονίας.

Η περιβαλλοντική φροντίδα για τη καθαρότητα των κατιόντων ποταμών που μπορεί να μολύνουν το Β. Αιγαίο και η συμφωνία για την αξιοποίηση των υδάτων τους.

Η εναρμόνιση των γειτόνων σε ζητήματα συμβόλων, αγαλμάτων ή ρητορικής που αναμφίβολα παραπέμπει στην Ελληνική ιστορία πχ Μ. Αλέξανδρος, Φίλιππος κλπ.

Όλα αυτά τα ζητήματα παραμένουν μπροστά μας άλυτα ή αδιευκρίνιστα και ανά πάσα στιγμή μπορεί να πυροδοτήσουν απρόβλεπτες εντάσεις ή αντιπαραθέσεις που έπρεπε εκ των προτέρων να έχουν διευθετηθεί.

Αντί όμως να σημειωθεί πρόοδος, επιστρέφουμε τάχιστα σε λογικές του παρελθόντος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα δεν προκύπτουν μόνο από τη ορολογία που χρησιμοποιεί η νέα ηγεσία των Σκοπίων αλλά και από συμπεριφορές ή πολιτικές που αυτή εφαρμόζει. Μίλησε για εξόριστους «Μακεδόνες του Αιγαίου», παρουσίασε χάρτες και βιβλία για τη «Μεγάλη Μακεδονία», ενθάρρυνε κατευθυνόμενους υπαλλήλους της να θέσουν υποψηφιότητα στις Ευρωεκλογές με το DEP, το τουρκοκίνητο Κόμμα της Μουσουλμανικής Μειονότητα στη Θράκη, ισχυριζόμενοι ότι εκπροσωπούν δήθεν την ανύπαρκτη «Μακεδονική Μειονότητα» στην Ελληνική Μακεδονία.

Συμμετέχουν στην πολιτική ομάδα FUEN του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επιδιώκοντας να συκοφαντούν την Ελλάδα σταθερά στους διεθνείς οργανισμούς ακόμα και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στόχος βεβαίως των ενθικιστικών ή των αναθεωρητικών κυβερνήσεων της Βόρειας Μακεδονίας και της Τουρκίας δεν είναι ούτε η εξυπηρέτηση της καλής γειτονίας και τους διεθνούς δικαίου, ούτε τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας. Είναι αποκλειστικά η προώθηση της δικής τους εξωτερικής πολιτικής που έχει ξανά έντονα εθνικιστικά και αναθεωρητικά χαρακτηριστικά που υπονομεύουν τη σταθερότητα, την ειρήνη και συνολικά τη Ευρωατλαντική συμμαχική πολιτική στην ευρύτερη περιοχή.

Ενώπιον αυτής της πραγματικότητα η Ελληνική πλευρά έχει καθήκον να ενημερώσει με πληρότητα τη διεθνή κοινότητα και τη διεθνή κοινή γνώμη, να ζητήσει τη θετική ενεργοποίηση των συμμαχικών δυνάμεων της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και φυσικά των ΗΠΑ, των οποίων η πολιτική όχι μόνο υπονομεύεται αλλά και εμπράκτως χλευάζεται από τους γείτονες. Η Ελλάδα κρατά στα χέρια της τα κλειδιά της Ευρώπης για τα δυτικά Βαλκάνια. Επιθυμεί ειλικρινώς καλές σχέσεις και στηρίζει την ευρωπαϊκή τους προοπτική. Αυτό όμως σαφώς προϋποθέτει σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των κανόνων της ΕΕ. Αν αυτός ο σεβασμός δεν υπάρξει ανάλογη θα είναι και η στάση της πατρίδας μας. Αυτή είναι μία ξεκάθαρη θέση που πρέπει να επαναλαμβάνει με σταθερή ένταση και και κάθε κατεύθυνση αδιάκοπα η εκάστοτε Ελληνική Κυβέρνηση.