Ένα επιστημονικό και πολιτικό διεθνές Συνέδριο εξαιρετικής σημασίας διοργανώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων και ιδιαίτερα από την Επιτροπή Διορθοδόξων Κοινοβουλίων, όπου πρόεδρος είναι ο Βουλευτής Λάρισας Μάξιμος Χαρακόπουλος. Συνδιοργανωτές η Σύνοδος Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, η Επιτροπή των Μητροπολιτών της ΕΕ(COMECE), η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και η Θεολογική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Στο Συνέδριο συμμετέχουν διακεκριμένοι πολιτικοί από Ορθόδοξες χώρες, Μητροπολίτες, Ακαδημαϊκοί, ο Ευρωπαίος Επίτροπος Μαργαρίτης Σχοινάς, ο πρώην Πρόεδρος Ελληνικής Δημοκρατίας Π. Παυλόπουλος και άλλοι.
Ο Βουλευτής Ροδόπης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων και Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου Δρ. Ευριπίδης Στυλιανίδης συμμετείχε σε πάνελ που συντόνισαν ο Ομότιμος Καθηγητής Κ. Δεληκωνσταντής και ο Διευθυντής της Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης Κ. Ζορμπάς με θέμα : «Χριστιανικές Αξίες και νομοθετική δραστηριότητα, Το παράδειγμα του τομέα Παιδείας».
Συνομιλητές στο πάνελ ήταν ο Σεβασμιώτατος J. Pankowski πρύτανης της Χριστιανικής Ακαδημίας Βαρσοβίας, ο I. Kadagishvili Βουλευτής Γεωργίας, D. Bojovic ΓΓ. Υπουργείου Παιδείας Μαυροβουνίου και Βουλευτής, G. Polo πρώην Υπουργός Παιδείας Αλβανίας, M. A. Erszegi Ειδικός Σύμβουλος Υπουργείου Εσωτερικών Ουγγαρίας, Α. Στογιαννίδης Καθηγητής Θεολογίας Θεσσαλονίκης, A. Mohammadi Sijani Αν. ΓΓ Κοινοβουλευτικής Ισλαμικής Διάσκεψης, Εκπρόσωπος Παγκόσμιας Μουσουλμανικής Λίγκας(MWL), O. Chrast Υφυπουργός Πολιτισμού Τσεχίας.
Στην παρέμβαση του ο Ευριπίδης Στυλιανίδης ήταν άκρως κατατοπιστικός για τα ισχύοντα στον Ελληνορθόδοξο κόσμο. Συγκεκριμένα τόνισε:
«Στην Ελληνική ιστορία αλλά και στην Συνταγματική παράδοση της νέας Ελλάδας, η Ορθοδοξία διαδραματίζει έναν ξεχωριστό και πρωταγωνιστικό ρόλο.
Κατά τη διάρκεια του Οθωμανικού ζυγού τα Ευαγγέλια είναι τα βασικά κείμενα διδασκαλίας και συντήρησης της Ελληνικής γλώσσας που για πολλά χρόνια ήταν η περισσότερο ομιλούμενη διεθνώς ως η γλώσσα του Ευαγγελίου.
Οι ιεροδιδάσκαλοι του Κρυφού Σχολειού κατά τα 400 και πλέον χρόνια του Οθωμανικού ζυγού, είναι αυτοί που μεταλαμπαδεύουν τη Χριστιανική Πίστη και συντηρούν την εθνική συνείδηση της νέας γενιάς Ελλήνων.
Ακόμα και τα ιδεώδη του Ελληνικού διαφωτισμού που διακηρύσσει προεπαναστατικά ο Ρήγας Φεραίος, τα μελετά στις Ανθολογίες της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας που διασώζονται στη Βιβλιοθήκη της Αθωνιάδας Σχολής στο Βατοπέδι του Αγίου Όρους, με αποτέλεσμα να προκαλέσει την απορία του Ζαν Ζακ Ρουσσώ που γράφει σε κάποια σημείωση του: «Ποιος είναι αυτός ο Έλληνας Διαφωτιστής, που ενώ δεν σπούδασε στην Εσπερία, διακηρύττει τις ίδιες αξίες και ιδέες με την Δύση για τη ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη;»
Από τα πρώτα επαναστατικά Δημοκρατικά Συντάγματα μέχρι σήμερα, γίνεται πρωταρχική αναφορά «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» και τονίζεται στην συνταγματική ιστορία, ότι η Ελληνική Επανάσταση του 1821 έγινε «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος της Ελευθερία»
Το σημερινό Σύνταγμα που βασίζεται στο μεταπολιτευτικό Σύνταγμα του 1975, όπως αναθεωρήθηκε τελευταία φορά το 2019, όποτε και είχα την τιμή να διατελέσω πρόεδρος της Θ´ Αναθεωρητικής Επιτροπής του Ελληνικού Κοινοβουλίου, διατήρησε, όπως προβλέπεται στο άρθρο 110, αναλλοίωτα τα άρθρα 3 και 13 που αναφέρονται αντίστοιχα στις διακριτές σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας και στη Θρησκευτική Ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 Σ η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού θεωρείται «επικρατούσα» και όχι «επίσημη» θρησκεία, διότι ταυτίζεται με αυτήν όχι το Κράτος, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία του Λαού. Επίσης στο ίδιο άρθρο ρυθμίζονται οριστικά οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδας με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και κάθε άλλη Ομόδοξη του Χριστού Εκκλησία. Το άρθρο αυτό συνταγματοποιεί τον Πατριαρχικό Τόμο της κθ´ 29 Ιουνίου 1850 και τη Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928 διευθετώντας όλα τα ζητήματα που έρχονται από το παρελθόν και καθιστώντας έτσι διακριτούς τους ρόλους Πολιτείας και Εκκλησίας.
Εφαρμόζεται δηλαδή και συνταγματικά η αντίληψη «τα του Καίσαρος Τω Καίσαρι και τα του Θεού Τω Θεώ».
Στο άρθρο 13 του Σ κατοχυρώνεται το απαραβίαστο της θρησκευτικής ελευθερίας. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κανενός, όπως άλλωστε προβλέπει και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που η Ελλάδα κύρωσε και ενσωμάτωσε στην εσωτερική έννομη τάξη της.
Η λατρεία κάθε αναγνωρισμένης θρησκείας είναι ελεύθερη, τελεί υπό την προστασία των νόμων, αρκεί όμως να μην προσβάλλει τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη, βλέπε ακραίους Ουαχαμπιστές που αυτομαστιγόνονταν στην Ομόνοια.
Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται και οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών αντιμετωπίζονται εξίσου με αυτούς της επικρατούσας θρησκείας. Ιδιαίτερα δε, στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, για τα ζητήματα πίστης και εκπαίδευσης ακολουθείται όχι απλά η αρχή της Αμοιβαιότητας με την Τουρκία που προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάνης 1923, αλλά μια πρωτοποριακή πολιτική θετικής διάκρισης πχ ποσοστό εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, διορισμός ιεροδιδασκάλων από το δημόσιο κλπ.
Κανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ορίζει και τον τύπο του, ενώ είναι σαφές ότι η επιλογή θρησκευτικού όρκου ή διαβεβαίωσης είναι ελεύθερη.
Στο άρθρο 16 παρ. 2 Σ προσδιορίζεται ότι «η Παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλαση τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες».
Με βάση τον Κώδικα Μετανάστευσης και Ιθαγένειας που ψηφίστηκε το 2014, προβλέπεται ελεύθερη πρόσβαση στη Δημόσια Εκπαίδευση για όλους τους νέους πρόσφυγες ή μετανάστες, ανεξάρτητα αν εισήλθαν νομίμως ή παρανόμως στην Ελλάδα. Με τον τρόπο αυτό, η Ελληνοευρωπαϊκή Παιδεία καθίσταται το όχημα ένταξης και ενσωμάτωσης των αλλοδαπών στην Ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Τα συγκεκριμένα άρθρα του Συντάγματος(3,13 και 16) δεν διατυπώνουν απλές ευχές. Προστατεύουν αγώγιμα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες και παράλληλα κατοχυρώνουν αντίστοιχες θεσμικές εγγυήσεις που υποχρεώνουν τον κοινό νομοθέτη, τους δικαστές και εφαρμοστές του δικαίου και φυσικά την εκτελεστική εξουσία και τη διοίκηση, να σεβαστούν τις κατευθύνσεις και το πλαίσιο που προσδιορίζεται από το Σύνταγμα.
Είναι πολλά τα παραδείγματα ιδιαίτερα εφαρμοσμένων πολιτικών στον χώρο της εκπαίδευσης που επιβεβαιώνουν, όχι μόνο την ευαισθησία και το σεβασμό της Ελληνικής Δημοκρατίας στη χριστιανική πίστη αλλά και σε άλλα δόγματα. Διδάσκεται για παράδειγμα το μάθημα των θρησκευτικών αλλά και της θρησκειολογίας. Έχει τη δυνατότητα αυτός που δεν επιθυμεί να μη συμμετέχει. Συχνά όμως οργανώνεται παράλληλα, εφόσον οι μαθητές το επιθυμούν, το αντίστοιχο μάθημα για το δικό τους δόγμα. Τα θρησκευτικά σύμβολα δεν καταργούνται, ούτε απαγορεύονται στους σχολικούς χώρους (Σταυρός ή θρησκευτικές εικόνες). Η μαντήλα για τις μουσουλμανίδες μαθήτριες δεν είναι πρόβλημα, όπως σε άλλες χώρες. Συχνά στα δημόσια σχολεία συνυπάρχουν στο ίδιο θρανίο Χριστιανόπουλα που φέρουν το Σταυρό με Μουσουλμανόπαιδα που φέρουν τη μαντήλα. Αυτό λειτουργεί και διαπαιδαγωγικά για άλλες θρησκείες, όπως το Ισλάμ συμβάλλοντας στην ομαλή κοινωνική ένταξη στο Ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Πρότυπο Ανοιχτής Δημοκρατικής Κοινωνίας αποτελεί η Θράκη, η ακριτική περιοχή στη οποία διαβιούν μαζί εδώ και αιώνες ειρηνικά και δημιουργικά Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Η Μουσουλμανική μάλιστα μειονότητα που διαθέτει και τα δικά της σχολεία συναποτελείται από διαφορετικές γλωσσικές, εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες, όπως οι Τουρκογενείς, οι Πομάκοι, οι Ρομά – οι Σουνίτες, οι Αλεβίτες και οι Μπεκτασί.
Παρά την συντριπτική πλειοψηφία του Ορθόδοξου Χριστιανικού πληθυσμού, στην Ελλάδα συνυπάρχουν και συλλειτουργούν ελεύθερα όλα τα αναγνωρισμένα δόγματα. Χριστιανικοί Ναοί(Ευαγγελικοί, Καθολικοί, Παλαιοημερολογίτες), Μουσουλμανικά Τεμένη ή Τεκέδες, Εβραϊκές Συναγωγές…
Η βασική αρχή που διέπει την Ελληνική Δημοκρατία είναι η Ανεξιθρησκεία και ο Αλληλοσεβασμός μεταξύ των διαφορετικών. Τη διαφορά για να τη σεβαστούμε δεν την καταργούμε, όπως επιδιώκουν κάποιες ιδεολογίες σε Δύση και Ανατολή, αλλά την μελετούμε και τη σεβόμαστε και αυτό φαίνεται τόσο από το Σύνταγμα μας, όσο και από την εφαρμοστική του νομοθεσία κυρίως στην εκπαίδευση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες Αριστερές Δυνάμεις στην Ελλάδα αντιλαμβάνονται διαφορετικά το σεβασμό στη διαφορετικότητα από ότι εμείς οι Χριστιανοδημοκράτες του EPP. Πιστεύουν ότι πολιτικά τον εξυπηρετούν αν διαχωρίσουν πλήρως την ιστορική, πολιτιστική και συνταγματική μας παράδοση από την Χριστιανική Διδασκαλία, την ιστορική Παράδοση και την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη και καταργήσουν κάθετι που στον Πολιτειακό Χάρτη της Χώρας μας ή στη Νομοθεσία αναφέρεται σε αυτά. Σε αυτή τη λογική και φιλοσοφία όμως απάντησε η Θ’ Αναθεωρητική Βουλή του 2019 που απέρριψε σχετικές προτάσεις της αντιπολίτευσης, θεωρώντας ότι επιδιώκει μέσα από αυτές, ΟΧΙ ένα Θρησκευτικά Ουδέτερο Κράτος, αλλά ένα Κράτος Θρησκευτικά Αδιάφορο, το οποίο οι Έλληνες πολίτες δεν επιθυμούν.
Το μεταδικτατορικό Ελληνικό Σύνταγμα του 1975 αποδείχθηκε το ανθεκτικότερο στο χρόνο και τις πολιτικές εξελίξεις, διότι παρά τις επιγενόμενες αναθεωρήσεις και τις απανωτές κυβερνητικές αλλαγές, διασφάλισε την μακροβιότερη και ποιοτικότερη Δημοκρατία στην Ελλάδα, διασώζοντας τον αξιακό κώδικα του εθνικού μας πολιτισμού μέσα κυρίως από την Παιδεία.
Παρά τον αυστηρό του χαρακτήρα, το Ελληνικό Σύνταγμα υπήρξε επαρκώς Ανοιχτό, για να αντέξει τις μεταβολές που επέφερε η ένταξη μας το 1980 στην ΕΟΚ και αργότερα στην ΕΕ.
Η Ελλάδα απέναντι στην απειλή μιας επιθετικής παγκοσμιοποίησης που χαρακτηρίζεται από το ισοπεδωτικό φαινόμενο του MacDonaldnisation, το οποίο «αλέθει» τοπικές κουλτούρες και επιδιώκει την «κλωνοποίηση» των εθνικών πολιτισμών, αντιστάθηκε, διασώζοντας στο Σύνταγμα της τον Αξιακό Πυρήνα του εθνικού της πολιτισμού, χωρίς να οδηγηθεί σε θραύση του θεσμικού της πλαισίου, χάρη στην ευελιξία που της παρείχε το άρθρο 28 και η σχετική ερμηνευτική δήλωση υπέρ της ευρωπαϊκής ερμηνείας του Σ.
Μπορέσαμε μάλιστα και να αλληλεπιδράσουμε με τους Ευρωπαίους συμπατριώτες μας, οι οποίοι όχι απλά αποδέχθηκαν αλλά και σεβάστηκαν την ιδιαίτερη εθνική, πολιτιστική και θρησκευτική μας ταυτότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που αποδεικνύει αυτό τον αλληλοσεβασμό αλλά και τη αποδοχή της Ορθόδοξης Χριστιανικής μας παράδοσης, είναι η αποδοχή του ειδικού καθεστώτος του ΑΒΑΤΟ που προβλέπει το Ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 105 Σ για το ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, την οποία είχε υιοθετήσει η Ευρώπη τόσο στο Σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης το 2003 όσο και στη Συνθήκη της Λισαβόνας για τη Λειτουργία της ΕΕ.
Το ενδιαφέρον του Κοινού Ευρωπαϊκού Διακυβεύματος που βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη παρά τις όποιες δυσκολίες, ιδιαίτερα με Χώρες διαφορετικές πολιτιστικά όπως η Ελλάδα, είναι να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε μία κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα που δεν θα καταργεί τους εθνικούς πολιτισμούς και τις θρησκευτικές παραδόσεις τους, αλλά θα τους σέβεται και παράλληλα θα προσπαθεί διαρκώς να συνθέτει τα καλύτερα τους στοιχεία διαμορφώνοντας δυναμικά μια Ευρωπαϊκή Κοινότητα Αξιών.
Αυτές οι κοινές ηθικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές, δημοκρατικές και ανθρωποκεντρικές Αξίες, προαπαιτούν όχι απλά μια διαχειριστική τεχνοκρατική ηγεσία, αλλά μια πολιτική Ευρωπαϊκή Ηγεσία που θα μπορεί να εμπνεύσει και να αφυπνίσει τους ευρωπαϊκούς λαούς παρέχοντας στη νέα γενιά τα εφόδια και τα ηθικά πρότυπα που απαιτούνται για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έρχονται.
Απαραίτητο εργαλείο για την επιτυχία παραμένει σε κάθε περίπτωση η Χριστιανική Ηθική και όχι απλά η σύγχρονη Εκπαίδευση αλλά και μια γνήσια Ευρωπαϊκή Παιδεία, γιατί απλά ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ.»